ακρατόστομος

ακρατόστομος
ἀκρατόστομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αχαλίνωτο στόμα, αθυρόστομος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + -στομος < στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρατόστομος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”